- πανίερος
- πανίεροςall-holymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανίερος — η, ο / πανίερος, ον, ΝΜΑ πολύ ιερός, ιερότατος, αγιότατος || (νεοελλ. μσν.) (το αρσ. στον υπερθ. βαθμό) πανιερότατος και πανιερώτατος τιμητικός τίτλος που αποδίδεται κατά τις προσφωνήσεις σε μητροπολίτη ή επίσκοπο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλ.… … Dictionary of Greek
πανίερος — η, ο ο πολύ ιερός, ο ιερότατος. Το υπερθετικό πανιερότατος προσφώνηση μητροπολιτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανιερώτατον — πανίερος all holy masc acc superl sg πανίερος all holy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιέρως — πανίερος all holy adverbial πανίερος all holy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίερον — πανίερος all holy masc/fem acc sg πανίερος all holy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιερωτάτους — πανίερος all holy masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιέροις — πανίερος all holy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιέρου — πανίερος all holy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιέρους — πανίερος all holy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανιέρων — πανίερος all holy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)